συγκατένευσε

συγκατένευσε
συγκατανεύω
agree
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συγκατανεύω — ΝΜΑ [κατανεύω] συμφωνώ σε κάτι, συναινώ, συγκατατίθεμαι (α. «συγκατανεύει σε καθετί που τού λένε» β. «συγκατένευσε τοῑς λεγομένοις», Πολ.) αρχ. παρέχω συγχρόνως, παραχωρώ ταυτοχρόνως …   Dictionary of Greek

  • Κουμουνδούρος, Αλέξανδρος — (Σελίτσα, Αβία Οιτύλου 1815 – Αθήνα 1883). Πολιτικός, πρωθυπουργός της Ελλάδας (10 φορές, για μικρά διαστήματα, από το 1865 έως το 1883). Σπούδασε νομικά και για ένα μικρό διάστημα άσκησε τη δικηγορία στην Καλαμάτα. Το 1841, με άλλους νέους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”